αμετασάλευτος

αμετασάλευτος
ος , ον см. αμετακίνητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμετασάλευτος" в других словарях:

  • αμετασάλευτος — η, ο (AM ἀμετασάλευτος, ον) [μετασαλεύω] αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • αμετασάλευτος — η, ο επίρρ. α αμετακίνητος: Στην πολυθρόνα κάθεται αμετασάλευτος μήνες τώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατάρακτος — και ατάραχος και ατάραγος, η, ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, ον) ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει 2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής αρχ. 1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός 2. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»