αμετασάλευτος
Смотреть что такое "αμετασάλευτος" в других словарях:
αμετασάλευτος — η, ο (AM ἀμετασάλευτος, ον) [μετασαλεύω] αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
αμετασάλευτος — η, ο επίρρ. α αμετακίνητος: Στην πολυθρόνα κάθεται αμετασάλευτος μήνες τώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατάρακτος — και ατάραχος και ατάραγος, η, ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, ον) ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει 2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής αρχ. 1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός 2. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek